συγγενικούς

συγγενικούς
συγγενικός
congenital
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Δραβίδες — Σύνολο προάριων πληθυσμών, που σήμερα κατοικούν στη νότια Ινδία και υπερβαίνουν τα διακόσια εκατομμύρια. Η ονομασία δόθηκε από τους Ινδοϊρανούς εισβολείς (Αρίους) στον λαό στην ανατολική παράκτια περιοχή του Ντεκάν και αργότερα επεκτάθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… …   Dictionary of Greek

  • ανομοίωση — Το γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο, από δύο όμοιους ή συγγενικούς φθόγγους μιας λέξης, ο ένας αποβάλλεται ή αντικαθίσταται από άλλον συγγενικό φωνητικά φθόγγο: ρόδι αντί ρόιδι, χάδι αντί χάιδι και αδέρφια αντί αδέλφια, γλήγορα αντί γρήγορα. Άλλη …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • πατριά — Στην εθνολογία χαρακτηρίζεται η μεγάλη πατριαρχική οικογένεια και, κατόπιν, ένας τύπος στοιχειώδους κοινωνικής οργάνωσης. Η π. (στη διεθνή ορολογία αναφέρεται συχνά με τη σκοτική λέξη clan) συγκέντρωνε όλες τις οικογένειες που έχουν μεταξύ τους… …   Dictionary of Greek

  • πωλώ — πωλῶ, έω, ΝΜΑ, και πουλώ, άω, Ν 1. προσφέρω ή εκθέτω κάτι για πώληση 2. παρέχω κάτι σε κάποιον έναντι τιμήματος («πουλάει το σπίτι του πολύ ακριβά») 3. μτφ. προδίδω, εξαπατώ (α. «αν και φίλος, δεν δίστασε να μέ πουλήσει» β. «τὰ οἴκοι πωλοῡντες»,… …   Dictionary of Greek

  • σόι — το, γεν. σογιού, ονομ. πληθ. σόγια, Ν 1. γένος, καταγωγή 2. το σύνολο τών ατόμων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς, συγγενολόι 3. (για ζώα και φυτά) είδος, ποικιλία 4. είδος, ποιόν («δεν μπορώ να καταλάβω τί σόι πατέρας είναι αυτός» 5.… …   Dictionary of Greek

  • όα — (I) η (Α ὄα και ὄη και οἴα και οἴη και οὔα) λόγια ονομασία φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στο γένος sorbus και τού οποίου γνωστότερο είδος είναι το δέντρο όα η ήμερος, η κοινώς γνωστή σουρβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φυτού αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

  • όλλυμι — ὄλλυμι και ὀλλύω (Α) 1. αφανίζω, καταστρέφω 2. φονεύω, σκοτώνω («νῆας τ ὀλέσας καὶ πάντας Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.) 3. παύω να έχω κάτι, χάνω («πόνον ὀρταλίχων ὀλέσαντες», Αισχύλ.) 4. απαλλάσσω από κάποιο κακό («νῆστιν ὤλεσεν νόσον», Αισχύλ.) 5. μέσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”